μετασχηματιστικός

μετασχηματιστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μετασχηματισμό
2. φρ. «μετασχηματιστική γραμματική»
γλωσσ. η γραμματική που εξετάζει τους κανόνες βάσει τών οποίων ένα συγκεκριμένο στοιχείο της επεκτείνεται ή αντικαθίσταται από άλλα στοιχεία, τα οποία επίσης μπορούν να επεκταθούν ή αντικατασταθούν από άλλες ενότητες, καθώς και τους κανόνες βάσει τών οποίων μια ολόκληρη φράση ή πρόταση μπορεί να αλλάξει μορφή και να διαταχθεί εκ νέου για να «λειτουργήσει» διαφορετικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”